- κουφογνώμων
- κουφογνώμων, -ον (Μ)ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος.[ΕΤΥΜΟΛ. κουφ(ο)- (ΙΙ)* + γνώμων (πρβλ. ευ-γνώμων, συγ-γνώμων)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουφ(ο)- — (I) (Μ κουφ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό: δεν ακούει καθόλου, πάσχει από κώφωση (πρβλ. κουφ αηδόνι, κουφ άλογο) ή προκαλεί την κώφωση (πρβλ. κουφο λάχανο). Με τα σύνθετα τής ομάδας αυτής, που ανάγονται στο επίθ. κουφός… … Dictionary of Greek